Οἱ μεγάλες ἑορτές τῆς Πίστης μας ἔχουν προεόρτια καί
μεθεόρτια πού ἀφοροῦν μέν στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά εἶναι ἀπόρροια τῶν
πνευματικῶν βιωμάτων. Ἔτσι αὐτές τίς ἡμέρες ζώντας τήν περίοδο τῆς
Διακαινησίμου Ἑβδομάδας ἀναμετροῦμε τά ὅσα ἔγιναν τίς προηγούμενες ἡμέρες.
Ἀναλογιζόμαστε
πῶς πέρασε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Σκεπτόμαστε ἄν ἦταν καλύτερη ἤ χειρότερη ἀπό τήν
περσινή. Ἔτσι τα μεθεόρτια γίνονται περίοδος παράτασης τῆς χαρᾶς, ἀλλά καί
περίοδος ἀπολογισμοῦ καί κατ᾽ἐπέκταση αὐτοκριτικῆς. Μέ μιά τέτοια προσέγγιση
διαβάσαμε Πατερικές ὁμιλίες σχετικές μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Θέλουμε νά ξέρουμε
πῶς οἱ ἅγιοι βίωναν τίς μεγάλες αὐτές ἑορτές, ὅπως αὐτή τῆς Ἀναστάσεως, καί ἄν ὅσα
προσπαθοῦμε νά νιώσουμε ἐμεῖς μοιάζουν, ἔστω καί λίγο, μέ τά βιώματα ἐκείνων. Αὐτό
μποροῦμε νά τό κάνουμε γιατί εἴμαστε εὐεργετημένοι, ἀφοῦ κάποιοι ἀπό τούς
Πατέρες μας ὄχι μόνο βίωσαν ἀλλά καί κατρέγραψαν τίς ἐμπειρίες τους.
Γενικά, ὅπως συμβαίνει καί σέ ἄλλες ἑορτές, οἱ λόγοι τῶν
Πατέρων ἔχουν ἐγκωμιαστικό χαρακτήρα. Θυμίζουν τόν «πανηγυρικό τῆς ἡμέρας», ὅπως
αὐτοί πού συνηθίζεται νά ἐκφωνοῦνται σέ λαμπρές ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔθνους
μας. Κατά βάση ὁ ἐγκωμιασμός ἀφορᾶ κατά πρῶτον στόν Χριστό καί στήν Ἀνάστασή
Του. Πρόκειται γιά θεολογικές προσεγγίσεις περί τῆς Ἀναστάσεως καί τίς
συνέπειες-εὐεργεσίες γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Γενικά
συσπειρώνονται τά παραπάνω στό πῶς ὅλη ἡ κτίση, ἐνῶ εἶχε λάβει τήν φθορά τῆς
πτώσεως, τώρα λαμβάνει τήν δυνατότητα ἀνύψωσης τῶν πεσμένων, ὅπως καί τήν ἀνακούφιση
ἐκ τῶν ὀδυνῶν ἐμψύχων καί ἀψύχων. Εἶναι καταπληκτικός ὁ τρόπος πού ἐκφράζουν οἱ
Πατέρες τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσιμης αὐτῆς χαρᾶς. Ὁ λόγος τους ἀποτελεῖ ἕνα
ποίημα μέ δυναμικές λέξεις καί δυνατές εἰκόνες πού θά ἀλλοιωθοῦν ἄν ἁπλά τίς παραθέσουμε. Χρειάζεται ἡ ἐπίσκεψή
μας στό πρωτότυπο κείμενο γιά τίς χαροῦμε. Γενικά καί πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
περιγράφεται ἡ χαρά τῆς ζεστασιᾶς ἔναντι τῆς ψυχρῆς πλάκας τοῦ τάφου. Ἀναφέρεται
ὅτι ὅποιος πιστεύει στήν Ἀνάστασή Του δέν φοβᾶται τίποτα, ἀφοῦ ὁ θάνατος δέν ὑπάρχει
πιά καί ἀφοῦ τόν κατήργησε ὁ τοῦ Δεσπότου θάνατος. Δέν εἶναι μικρό πράγμα αὐτό.
Ὅταν ὅλα «τά ἔσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά
πλάκωνε ἡ σκλαβιά» τώρα ἔχουμε δυνατότητα νά ἀναπνέουμε ἀέρα ἐλευθερίας. Ἀνέκφραστη
καί ἀνεκλάλητη εἶναι ἡ χαρά αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τό ζήτημα συστρέφεται στήν ἀκόλουθη
ἔκφραση τοῦ Μακαρίου Σκορδίλη: «Νικήθηκε
λοιπόν ὁ θάνατος, σκυλεύθηκε ὁ ἅδης, ἐκδιώχθηκε ὁ διάβολος καί ἐμεῖς ἐλευθερωθήκαμε
ἀπό τήν τυραννία τοῦ δαίμονος. Χαρεῖτε λοιπόν σήμερα καί ἐσεῖς, φιλέορτοι
χριστιανοί, διότι ἀναστήθηκε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου καί κηρύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου».
Ὅμως
γιά τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἔχουν γραφεῖ πολλά καί θά γραφοῦν καί ἄλλα καί
ποτέ δέν θά μπορέσουμε ἀνθρωπίνως νά περιγράψουμε τό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Θά
περιορισθοῦμε ὅμως σέ κάποιο ἄλλο θέμα πού δέν σχολιάζεται ἰδιαιτέρως.
Πρόκειται γιά τήν χαρά τῆς Παναγίας γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της. Θά λέγαμε ὅτι
κάπως «ξεχνᾶμε» τήν Παναγία ἐξαιτίας τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως αὐτή εἶναι
τό πρόσωπο πού τόν ἔφερε στόν κόσμο× ὀφείλουμε
πολλά σέ ἐκείνη. Καί ἐνῶ φυσικά θά χαροῦμε ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θά
συγχαροῦμε καί γιά τήν χαρά τῆς Παναγίας. Σ᾽αὐτήν τήν χαρά ἀναφέρεται κάποιος
πού τήν ἀγάπησε πολύ, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Λέει ὅτι ἔχουμε χρέος νά
συγχαροῦμε τήν Παναγία Παρθένο, πού, ὅταν
εἶδε τόν Υἱό της καί Θεό της ὅτι ἀναστήθηκε, γέμισε παρευθύς ἀπό τόση μεγάλη
χαρά, ὅσο μεγάλη ἦταν καί ἡ θλίψη πού δοκίμασε στά πάθη του. Στήν συνέχεια ὁ
θεοτοκόφιλος ἅγιος Νικόδημος στρέφει προτρεπτικά τόν λόγο του πρός ὅλους μας: «Χαῖρε
λοιπόν μαζί μέ τήν Θεοτόκο, καθῶς χαίρει μαζί της κι ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
σέ χίλια μέρη τῶν ἀσματικῶν τροπαρίων της, ψάλλοντάς της χαρμόσυνα καί
πανηγυρικά, «ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ
Κεχαριτωμένη…». Λέει ἀκόμα: «Χαῖρε
μαζί μέ τή Θεοτόκο, καθώς χαίρει μαζί της καί ὅλη ἡ ἄλογη καί ἀναίσθητη κτίση,
καί πανηγυρίζει στήν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της, καί τή δωροφορεῖ μέ ὅλα τά κάλλιστα
κι ἐξαίρετα δῶρα καί χάριτες τοῦ ἔαρος καί τῆς γλυκύτατης ἀνοίξεως. Δέν βλέπεις
καί μόνος σου πῶς τώρα ὁ οὐρανός εἶναι διαυγέστερος, ὁ δίσκος τῆς σελήνης εἶναι
λαμπρότερος καί ἀργυροειδέστερος καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἀστέρων φαίνεται
καθαρότερος; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μέ τά ποικιλόχρωμα κι
εὐωδέστατα ἄνθη καί ρόδα της, πού φανερώνουν τή ροδόπνοη χάρη τους; Δέν ἀκοῦς
μέ τά αὐτιά σου τήν παναρμόνια μουσική πού τώρα μελωδοῦν μέ τίς γλυκύτατες
φωνές τους ὅλα τά ὠδικά πουλιά; Πῶς συναγωνίζονται νά νικήσουν τό ἕνα τό ἄλλο
μέ τά ποικιλόφθογγα καί γοργογλυκόστροφα κελαηδήματά τους; Καί πῶς κατασκευάζουν
μέ τόση τέχνη τίς φωλιές τους; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ βρύσες τρέχουν
καθαρότερα; Πῶς οἱ ποταμοί ἐλεύθεροι ἀπό τούς χειμωνιάτικους πάγους, ρέουν
πλουσιότερα; Πῶς τά περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τό χορτάρι κυματίζει; Δέν βλέπεις
πῶς οἱ φιλόπονες μέλισσες βομβοῦν καί πετοῦν, ἀπομυζοῦν τά ἄνθη καί πλάθουν τίς
κηρῆθρες τους; Πῶς πνέουν οἱ γλυκές αὖρες του ζέφυρου; Πῶς οἱ ναῦτες ταξιδεύουν
ἄφοβα, καί πῶς τά δελφίνια συνταξιδεύουν μέ τά πλοῖα κολυμπῶντας χαριτωμένα;
Δέν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τά ὁρατά
κτίσματα, σάν νά συναναστήθηκαν μέ τόν Χριστό, πού ἦταν πρωτύτερα σάν πεθαμένα ἀπό
τήν παγωνιά τοῦ χειμώνα;
Καί γιά νά πῶ με συντομία, χαῖρε
καί σύ, ἀδελφέ, μέ τή Θεοτόκο, καθώς χάρηκαν μαζί της οἱ θεῖες Μυροφόρες.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως χαρά πού
μπορεῖς νά προξενήσεις στή Θεοτόκο, εἶναι νά πάρεις ἀπόφαση νά νικᾶς κάθε
στιγμή τά πάθη σου και νά παρθενεύεις γιά τήν ἀγάπη τῆς Παρθένου× γιά
νά γίνεις ἄξιος νά σ᾽ἔχει γιά παιδί της, φρόντιζε νά ὑποτάσσεσαι καί νά
δουλεύεις ὅσο μπορεῖς περισσότερο σ᾽αὐτήν καί στόν μονογενῆ τῆς Υἱό, καί
παρακάλεσέ την νά σέ ἀξιώσει νά χαίρεσαι μ᾽αὐτήν αἰώνια στόν οὐρανό, ψάλλοντάς
της ἐκεῖνο τό δαβιτικό: Θά θυμηθῶ τ᾽ὄνομα σου σ᾽ὅλες τίς γενεές.( Μνησθήσομαι
τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ) (Ψλ.44,18).[1]
[1]
Ἡ
μετάφραση τῆς ὁμιλίας στό βιβλίο Πάσχα
Κυρίου Πάσχα, Σταυροπηγιακή καί Συνοδική Ἱ.Μονή Ὀσίου Συμεών τοῦ Νέου
θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς, 2015, σσ.84-87